09 Dec 2015 Athens Voice #550
του Γιάννη Νένε
Τα βινύλια έχουν επιστρέψει με έναν τρόπο πολύ πιο εντυπωσιακό από την κασέτα – και αυτό λόγω των μεγάλων, θεαματικών εξώφυλλων, του artwork με νοοτροπία gadget στις συσκευασίες και της διάθεσης για όλο και πιο πολύ χρώμα εκεί που κλασικά, τόσες δεκαετίες, κυριαρχούσε το μαύρο βινύλ. Είναι ένα από τα αντικείμενα που άνετα χαρακτηρίζονται φετίχ και οι συλλέκτες συνεχίζουν να μαζεύουν αφοσιωμένοι στα ράφια τους.
Από το 2013 η Giraffe Pressings είναι η μοναδική εταιρεία παραγωγής δίσκων βινυλίου στην Ελλάδα, αφού οι προϋπάρχουσες αντίστοιχες εταιρείες (Columbia & Fabel) έχουν κλείσει εδώ και αρκετά χρόνια. Η Τζιράφ τυπώνει ψυχεδελικά δισκάκια, ρίχνει χρώμα πάνω στα αυλάκια, δημιουργεί όλο το νέο ρεύμα της ανεξάρτητης αθηναϊκής δισκοπαραγωγής – αλλά δέχεται και παραγγελίες από το εξωτερικό ή και απλές, για ένα μόνο αντίτυπο με σπέσιαλ συλλογή τραγουδιών «για κάποιο σπέσιαλ πρόσωπο».
Πίσω από την Τζιράφ βρίσκεται ένας και μόνο άνθρωπος, ο Αθηναίος Σπύρος Ρουχωτάς. Παθιασμένος συλλέκτης δίσκων και ονειροπόλος βινυλιάς που οδηγεί ένα σπάνιο επάγγελμα πάνω σε μία από τις πιο «τώρα-τάσεις» της εποχής. Όνειρο δεκαετίας που συνδυάστηκε με την έλλειψη μιας πρέσας βινυλίου στη χώρα μας από τα μέσα της δεκαετίας του ’90. «Κι έτσι πήρα την απόφαση».
Μεγαλωμένος στην πλατεία Αμερικής στην Κυψέλη, μία από τις πιο «μουσικές» και ροκ, τότε, περιοχές της Αθήνας. Πλημμυρισμένη και η ζωή του από μουσική, ωδεία, πιάνο, φλάουτο, κιθάρα, μπάσο, όμποε, μαντολίνο, τύμπανα, σιτάρ και πολύ γρήγορα όπως ήταν επόμενο, από την ηλικία των 10 ετών, η πρώτη δισκοθήκη αρχίζει να δημιουργείται. «Μαζεύεις δίσκους;» η φράση κλειδί για να αναγνωρίζονται, τότε, οι μυημένοι που συναντιόντουσαν στα δισκάδικα της Κυψέλης και του κέντρου. Πληροφορίες που ανταλλάσσονταν στις πρόβες στο Voices (κλειστό πλεόν στούντιο ηχογραφήσεων), για νέες κυκλοφορίες που κάποιος που ταξίδεψε στο εξωτερικό μπορεί να είχε φέρει. Νέα παραλαβή. Live στα Πατήσια, στον Τεχνοχώρο του Φιξ. Μακρύ μαλλί, τζιν σωλήνας και μερικά LP κρατημένα χύμα κάτω από τη μασχάλη. Ανάλογα με το εξώφυλλο που φαινόταν σε ξεχώριζαν οι της δικής σου ράτσας, από τους άλλους. Κάπως έτσι είχαν γνωριστεί 14χρονοι πιτσιρικάδες στο σταθμό του τρένου και ο Μικ Τζάγκερ με τον Κιθ Ρίτσαρντς. Κάπως έτσι και η ροκ κοινότητα της Αθήνας, ανάμεσα σε βόλτες σινέ Φιλίπ – Studio – Aχιλλεύς – Rebound – ABC (αργότερα έγινε πατίνια), καμιά φορά για καφέ στη Φωκίωνος και το βράδυ στα Εξάρχεια, έγραφε τη δική της ιστορία και αντάλλασσε δίσκους. Κρατούσε πάντα μερικά βινύλια στο ένα χέρι.
Τα τελευταία 4 χρόνια το βινύλιο έχει καλύψει το 40% της παγκόσμιας αγοράς. Είτε σαν τάση είτε σαν ουσιαστική μουσική επιλογή, η σημερινή vinyl-mania, κατά τον Σπύρο, οφείλεται στο ότι «οι νέοι μυούνται στη μαγεία του δίσκου, ίσως επειδή τελικά έχουν την ανάγκη να αποκτήσουν κάτι χειροπιαστό που θα τους συντροφεύει μουσικά με την κατάλληλη ποιότητα».
Ο Σπύρος Ρουχωτάς θυμάται ότι μία επίμονη συλλογή δίσκων γρήγορα σε κάνει να καταλάβεις ότι δεν πρόκειται μόνο για τη μουσική. «Στα βινύλια ρόλο παίζει και η ποιότητα ήχου, η παραγωγή, το εικαστικό μέρος και η ποιότητα κατασκευής. Έτσι απέκτησα την ικανότητα να διακρίνω και να ξεχωρίζω τους δίσκους ανάλογα με την έκδοση και την ποιότητά τους… Το μικρόβιο του συλλέκτη “μόλυνε” κι εμένα και δυστυχώς δεν υπάρχει το ανάλογο αντίδοτο».
Και φυσικά, όπως όλες οι σχέσεις, έτσι και αυτή εξελίχθηκε και πέρασε από μεταβατικά στάδια. «Για παράδειγμα» λέει, «αρχίζεις με 5-10 βασικούς, “βατούς” δίσκους που στη συνέχεια γίνονται 100 και πάει λέγοντας… και αργότερα καταλήγεις με κάποιες χιλιάδες βινύλια όπου ανάμεσά τους θα βρεις από κλασική έως άκρως πειραματική μουσική».
Οι μανιώδεις συλλέκτες αγαπούν όλα τα δισκάδικα. Κάθε πόλης, κάθε γειτονιάς. Από τα ενημερωμένα, «με εισαγωγής» όπως τα λέγαμε παλιά, μέχρι τα μεγάλα κεντρικά, μέχρι τα απόμερα που δεν τα έπιανε το μάτι σου και εκεί μπορεί να έβρισκες κάποιο ξεχασμένο αριστούργημα και μάλιστα σε τιμή ευκαιρίας. Κάποιος ήθελε να ξεφορτωθεί κάτι που για σένα ήταν πολύτιμο. Δεν υπήρχαν αγαπημένα δισκάδικα. Όλα ήταν οι Ναοί που έκρυβαν εκπλήξεις και θησαυρούς.
Και πάντα, η μανία ξεκινάει από κάποιον που σου τη μεταδίδει.
Ένα θείο που σπούδασε στο Μάντσεστερ, μία ξαδέρφη που έκανε δύο χρόνια στο Παρίσι, μία μαμά που λάτρευε τον Τσετ Μπέικερ ή, όπως στην περίπτωση του Σπύρου, έναν πατέρα ναυτικό που είχε πολλούς δίσκους, 45άρια και LP από γκρουπ των 60s, πρώτες και σπάνιες εκδόσεις από Ιαπωνία, Παναμά, Μεξικό, Ισπανία κ.λπ. και τους οποίους φυσικά καταχώρησε στη συλλογή του.
«Πραγματικά δεν θυμάμαι ποιος ήταν ο πρώτος δίσκος που αγόρασα. Θυμάμαι όμως ότι ήμουν 13 ή 14, ήταν καλοκαίρι και κολυμπούσα φορώντας μάσκα, όταν είδα από μακριά στο βυθό κάτι που έμοιαζε με χαρτονόμισμα… ήταν 500 δραχμές! Η χαρά μου απίστευτη! Συνέχισα να ψάχνω και για τυχόν άλλα και πράγματι λίγο αργότερα εντόπισα ένα 1.000ρικο και δίπλα του ένα 100ρικο… το σύνολο 1.600 δραχμές! Η “καλή ψάριά” οφειλόταν μάλλον στο ότι δίπλα στην παραλία υπήρχε μια ταβέρνα κι εκείνη την ημέρα φυσούσε αρκετά… Όταν λοιπόν γύρισα στην Αθήνα συμπλήρωσα 150 δραχμές και πήγα στο γειτονικό τότε δισκάδικο “Κτύπος” επί της Πατησίων και αγόρασα το Strange Days των Doors… ένα άλμπουμ πραγματικά βγαλμένο από τη θάλασσα!»
Οι συλλέκτες ανέκαθεν κυνηγούσαν τα white labels και τα bootlegs, τις παράνομες ηχογραφήσεις, τις κρυφές κυκλοφορίες εκτός του επίσημου καταλόγου των εταιρειών.
«Ναι, έχω αρκετά τέτοια. Βέβαια το bootleg διαφέρει από το white label εφόσον πρόκειται για μία ανεπίσημη και παράνομη έκδοση (συνήθως live ή session ηχογραφήσεις) τις περισσότερες φορές χωρίς ο ίδιος ο καλλιτέχνης ή το γκρουπ να το γνωρίζει. Η «λευκή ετικέτα» αφορά κυρίως το test pressing, δείγμα δηλαδή μίας επερχόμενης επίσημης κυκλοφορίας, το οποίο όμως δεν διατίθεται προς πώληση. Φυσικά και οι 2 αυτοί όροι σήμερα έχουν σχεδόν εξαλειφθεί. Την εποχή της ακμής του βινυλίου, όπου οι περισσότερες κυκλοφορίες ήταν κατασκεύασμα μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών, υπήρχαν και κάποιοι “πειρατές” οι οποίοι κατασκεύαζαν bootleg ποντάροντας στη μανία του συλλέκτη με σκοπό το κέρδος. Παράλληλα, σπανίως όμως, τότε υπήρχε και η περίπτωση να πέσει στα χέρια σου ένα w-l το οποίο είχε “ξεφύγει” από κάποιον παραγωγό ή τεχνικό ή και τον ίδιο τον καλλιτέχνη, για τον ίδιο βέβαια σκοπό. Σήμερα, αυτό δεν υπάρχει καθότι πλέον στη διεθνή αγορά το βινύλιο αντιπροσωπεύεται κυρίως από εκατοντάδες μικρότερα εταιρικά & ιδιωτικά labels, αντικαθιστώντας όλες αυτές τις επίσημες κυκλοφορίες των πολυεθνικών με τις δικές τους. Εκεί πια δε μιλάμε για το τι είναι bootleg ή white label… θα το κρίνουμε μόνο επιφανειακά από το “ντύσιμο” του δίσκου. Όσο για το αν είμαι φετιχιστής, χμ, με την πάροδο των χρόνων και τον κορεσμό, σίγουρα ο όρος φετιχισμός πλέον δε με αντιπροσωπεύει».
Και τι γίνεται με τις σπάνιες κυκλοφορίες; Τα 45άρια; Τα παλιά εκείνα διάφανα flexi discs;
«Εάν μουσικά με καλύπτουν τότε, ναι, τις κυνηγάω τις σπάνιες κυκλοφορίες, όπως με κυνηγάνε κι αυτές. Διαφορετικά δεν θα έδινα τα χρήματά μου για κάτι το οποίο απλά έχει αξία μεταπώλησης ενώ μουσικά δεν λέει τίποτα. Για τα 45άρια, σε μερικά έχω ιδιαίτερη αδυναμία, κυρίως σ’ εκείνα που πρόκειται για μοναδικές παραγωγές των γκρουπ, τα οποία δεν κατάφεραν ή δεν ήθελαν ή τέλος πάντων δεν έκαναν το επόμενο βήμα. Γενικά δεν είμαι fan των 7ιντσων, τα θεωρώ λίγο κουραστικά αλλά τουλάχιστον έχουν αρκετά καλή ποιότητα ήχου. Όσο για τα flexi μπορεί μεν από κάποιους να θεωρούνται σπάνια, αλλά ποτέ δεν είχαν ιδιαίτερη αξία μεταπώλησης. Πιστεύω πως κύρια αιτία ήταν η ποιότητα ήχου, αφού λόγω ρηχού αυλακίου δεν είχαν χαμηλές συχνότητες».
Σπάνιοι δίσκοι – Hot- Αυτή τη στιγμή
• Το LP των Άγγλων Complex του 1970, φέτος (2015) άγγιξε την τιμή των 12.150 ευρώ
• Το LP του Άγγλου Billy Nicholls του 1968, το 2013 στα 11.180 ευρώ
• Το LP των Άγγλων Dark του ’72 πουλήθηκε 9.150 ευρώ το 2011
• Το LP των Αυστριακών Paternoster του ’72 πουλήθηκε πριν 2 χρόνια προς 5.730 ευρώ
• Το LP των Άγγλων Pussy του ’69 μόλις πέρυσι πουλήθηκε 3.590 ευρώ
• Το LP των Ιταλών Braen’s Machine του ’71 πουλήθηκε πέρυσι 1.200 ευρώ
…και πολλά άλλα –συμπεριλαμβανομένων και εγχώριων δίσκων– καθώς και τα συλλεκτικά των πολύ γνωστών καλλιτεχνών (Beatles, Stones, Dylan, Hendrix κ.λπ.)
Αγαπημένα εξώφυλλα δίσκων (by Σπύρος Ρουχωτάς)
Crystal Thoughts – Kaleidoscopic Drop (GR, 2013)
Exil – Fusionen (DE, 1975)
Gonda Sextet – Samanenek (HU, 1976)
Igra Staklenih Perli – same title (YU 1979)
Gerry & the Holograms – Meet The Dissidents (UK, 1979)
Μαρίζα Κωχ – …Και Δυο Ζυγιές Παιχνίδια (GR, 1974)
Νίκου Τάτση – Έρανα (GR, 1978)
Pavol Hammel & Marian Varga – Zelena Posta (CZ, 1972)
Okay Temiz – Dokuz Sekiz / Denizalti Ruzgarlari (TR, 1975)
Kom & Agit Prop – Vainamoisen Soitto (FI, 1977)
Errobi – Ametsaren Bidea (ES, 1979)
Ball – Fyre (SE, 2015)
Aron – Blackbeacon (DK, 1999)
Heratius – Gwendolyne (FR, 1978)
Comus – First Utterance (UK, 1971)
Wolfgang Dauner – Output (DE, 1970)
….και πολλά άλλα….
Η ιστορία της Girraffe Pressings
«Η ιστορία της εταιρείας αρχίζει με το που καταφέρνω τελικά να αγοράσω μία πρέσα βινυλίου… μία επιθυμία 10 ολόκληρων χρόνων! Το 2013 όλα είχαν στηθεί κι αμέσως άρχισα να κερδίζω την εμπιστοσύνη του ελληνικού κοινού, παράγοντας το μεγαλύτερο ποσοστό δίσκων της εγχώριας σκηνής, ενώ στέλνω και παραγγελίες σε Ευρώπη, Αμερική & Ιαπωνία.
Αναλαμβάνουμε τα πάντα σχετικά με την κατασκευή βινυλίου: mastering, χάραξη γαλβανικών, κοπή βινυλίου σε οποιοδήποτε συνδυασμό χρωμάτων & ειδικών εφέ, picture disc, εξώφυλλα, ένθετα, leather jackets, booklets, κουτιά, ειδικές κατασκευές κτλ. Όσο για το εικαστικό, αυτό συνήθως είναι επιλογή του ίδιου του καλλιτέχνη/γκρουπ, κι αν ο πελάτης το θελήσει το αναλαμβάνουμε κι εμείς.
Τα πιο περίεργα, ιδιαίτερα και αγαπημένα βινύλια τα έχω πρεσάρει για το προσωπικό μου label, τη Giraffe Production, η οποία ξεκίνησε ένα χρόνο πριν την εταιρεία, το 2012. Εκεί θα βρείτε τα πιο πρωτότυπα και καινοτόμα σχέδια και χρώματα πάνω σε δίσκο που κυκλοφόρησαν για πρώτη φορά στη χώρα μας, ως ελληνικές παραγωγές. Δείτε και μόνοι σας: www.dedalospsych.blogspot.gr
Μερικές φορές μάς ζητούν ακατόρθωτα πράγματα όπως, για παράδειγμα, μια παραγωγή 500 χρωματιστών με εφέ LP και εξώφυλλα να είναι έτοιμα σε 4 ημέρες ή, μία άλλη περίπτωση, όταν μου ζήτησαν να χρεώσω την ελάχιστη κοπή (100 δίσκοι) προκειμένου να τους παραδώσω μόνο 6 κόπιες που τελικά χρειάζονταν. Επίσης, μιας ευγενέστατης κοπελίτσας που ήθελε να της φτιάξω 1 μόνο χρωματιστό δίσκο με αγαπημένα τραγούδια του φίλου της προκειμένου να του τον δωρίσει.